ὀξύθυμον

ὀξύθυμον
ὀξύθυμον
a kind of thyme
neut nom/voc/acc sg
ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος
quick to anger
masc/fem acc sg
ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος
quick to anger
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοὐξύθυμον — ὀξύθυμον , ὀξύθυμον a kind of thyme neut nom/voc/acc sg ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem acc sg ὀξύθῡμον , ὀξύθυμος quick to anger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθύμοις — ὀξύθυμον a kind of thyme neut dat pl ὀξυθύ̱μοις , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθύμου — ὀξύθυμον a kind of thyme neut gen sg ὀξυθύ̱μου , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθύμων — ὀξύθυμον a kind of thyme neut gen pl ὀξυθύ̱μων , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξυθύμῳ — ὀξύθυμον a kind of thyme neut dat sg ὀξυθύ̱μῳ , ὀξύθυμος quick to anger masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυθύμια — ὀξυθύμια, τὰ (Α) τόποι σε σταυροδρόμια τριών δρόμων κοντά σε αγάλματα τής Εκάτης, όπου έκαιγαν τα καθάρσια, δηλ. τα λείψανα τών αγνιστικών και εξιλαστικών θυσιών και που ονομάζονταν έτσι γιατί τη φωτιά τήν άναβαν με κλάδους τού φυτού θύμος, οι… …   Dictionary of Greek

  • οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… …   Dictionary of Greek

  • πελλοπλαύραστον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀξύθυμον, ἢ ἒκλιμον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”